Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζίγγος — ζίγγος, ό (Α) (κατά τον Ησύχ.) βοή μελισσών ή άλλων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο η λ. ζίγγος όσο και το μετονοματικό ρ. ζιγγώ «πίνω» είναι ονοματοποιητικά] … Dictionary of Greek
ζιγγώ — ζιγγώ, όω (Α) πίνω, ρουφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζίγγος] … Dictionary of Greek